- δραγμίς
- δραγ-μίς, ίδος, ἡ,A small handful, pinch, v.l. for δραχμίς, Hp.Morb.2.55.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
δραγμίς — δραγμίς, η (Α) ποσότητα που πιάνεται με τα τρία δάχτυλα, πρέζα … Dictionary of Greek
δραγμίδα — δραγμίς small handful fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δραγμίδας — δραγμίς small handful fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)